κρητάρχης

κρητάρχης
κρητάρχης, ὁ (Α)
επιγρ. πρόεδρος τού κοινού τής Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρης, -ητός + -άρχης* (< ἄρχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”